Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰόλλω < ομόρριζο με το αἰόλος

αἰόλλω

  1. στρέφω από δω κι από εκεί, οπουδήποτε
  2. ποικίλω


Συγγενικά

επεξεργασία