Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδυνατέω < ἀδύνατ(ος) + -jω (ἀδύνατος : α στερητικό + δύναμαι)

ἀδυνατέω - ἀδύνατῶ (συνηρημένο)

  • Δόκιμοι τύποι: ἠδυνάτουν (παρατατικός), ἀδυνατήσω (μέλλων), ἠδυνάτησα (αόριστος)


Συγγενικά

επεξεργασία