Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰσχροποιέω < αἰσχρός και ποιέω

αἰσχροποιέω - αἰσχροποιῶ (συνηρημένο)

  1. κάνω κάτι κακό, συνήθως με την ηθική ή ερωτική έννοια
  2. κακοποιώ κάποια τέχνη