Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀθλοθετέω < ἀθλοθέτης + -έω ( ἀθλοθέτης < ἆθλον + τίθημι

ἀθλοθετέω - ἀθλοθετῶ (συνηρημένο)

  1. προτείνω βραβείο σε αγώνα
  2. γίνομαι αθλοθέτης, είμαι κριτής σε αγώνα
  3. κρατάω βραβεία
  4. κυβερνώ, διευθύνω (σπάνια έννοια)

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ἀθλοθετέω