ἀθλοθετέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀθλοθετέω - ἀθλοθετῶ (συνηρημένο)
- προτείνω βραβείο σε αγώνα
- γίνομαι αθλοθέτης, είμαι κριτής σε αγώνα
- κρατάω βραβεία
- κυβερνώ, διευθύνω (σπάνια έννοια)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαἀθλοθετέω
- γενική ενικού του ἀθλοθέτης κυρίως ιωνικός τύπος και επικός τύπος