αθλοθέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αθλοθέτης < αρχαία ελληνική ἀθλοθέτης (ο ιδρυτής ή ο κριτής αγώνα) < ἆθλον + τίθημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίααθλοθέτης αρσενικό, (θηλυκό αθλοθέτρια)
- αυτός που προκηρύσσει και προσφέρει το έπαθλο σε αγώνα αθλητικό, καλλιτεχνικό κλπ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αθλοθέτης
|