Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκανθοφαγέω < ἄκανθα + ἔφαγον

  Ρήμα επεξεργασία

ἀκανθοφαγέω - ἀκανθοφαγῶ (συνηρημένο)

  1. καταναλώνω ως τροφή το φυτό άκανθα ή γενικά φυτά που έχουν αγκάθια, όπως κάνουν π.χ. τα πτηνά θραυπίς και ακανθίς

Συγγενικά επεξεργασία

  1. ἀκανθοφάγος