ἀκανθοφαγέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ἀκανθοφαγέω - ἀκανθοφαγῶ (συνηρημένο)
- καταναλώνω ως τροφή το φυτό άκανθα ή γενικά φυτά που έχουν αγκάθια, όπως κάνουν π.χ. τα πτηνά θραυπίς και ακανθίς
Συγγενικά επεξεργασία
- ἀκανθοφάγος