Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰσυμνάω < αβέβαιης ετυμολογίας. Κατά μία εκδοχή προέρχεται από τις λέξεις αἶσα, αἴσιμος. Κάποιοι θεωρούν ότι έχει προελληνική προέλευση.[1]

αἰσυμνάω

  1. κυβερνώ, διοικώ, ηγεμονεύω
    ※  5ος αιώνας πκε, Ευριπίδης, Μήδεια, 17-19
    προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ᾽ ἐμὴν | γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται, | γήμας Κρέοντος παῖδ᾽, ὃς αἰσυμνᾷ χθονός.
    Ο Ιάσων πρόδωσε τα παιδιά του και τη δέσποινά μου | για την κόρη του Κρέοντα, του δυνάστη της χώρας, | και τώρα μοιράζεται γαμπρός βασιλικό κρεβάτι.
    Μετάφραση (2012): Θ.Κ.Στεφανόπουλος @greek‑language.gr
  2. είμαι κριτής αγώνων, είμαι ανώτατος δικαστικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αἰσυμνάω σελ. 44 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.