Ετυμολογία

επεξεργασία
αἴσιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αἴσιμος,-ον και -η, -ον

  1. καθορισμένος από την βούληση των θεών, προορισμένος
  2. αυτός που συμφωνεί με ό,τι όρισε η μοίρα, δίκαιος, αρμόζων, κατάλληλος, ορθός

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αἴσιμος αἰσίμη τὸ αἴσιμον
      γενική τοῦ/τῆς αἰσίμου τῆς αἰσίμης τοῦ αἰσίμου
      δοτική τῷ/τῇ αἰσίμ τῇ αἰσίμ τῷ αἰσίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν αἴσιμον τὴν αἰσίμην τὸ αἴσιμον
     κλητική ! αἴσιμε αἰσίμη αἴσιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αἴσιμοι αἱ αἴσιμαι τὰ αἴσιμ
      γενική τῶν αἰσίμων τῶν αἰσίμων τῶν αἰσίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς αἰσίμοις ταῖς αἰσίμαις τοῖς αἰσίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς αἰσίμους τὰς αἰσίμᾱς τὰ αἴσιμ
     κλητική ! αἴσιμοι αἴσιμαι αἴσιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αἰσίμω τὼ αἰσίμ τὼ αἰσίμω
      γεν-δοτ τοῖν αἰσίμοιν τοῖν αἰσίμαιν τοῖν αἰσίμοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές