αἴσιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αἴσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααἴσιμος,-ον και -η, -ον
- καθορισμένος από την βούληση των θεών, προορισμένος
- αυτός που συμφωνεί με ό,τι όρισε η μοίρα, δίκαιος, αρμόζων, κατάλληλος, ορθός
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αἴσιμόν ἐστι: είναι πεπρωμένο, προκαθορισμένο
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 245 (245-246)
- ἡμῖν δὲ δὴ αἴσιμον εἴη | φθίσθαι ἐνὶ Τροίῃ ἑκὰς Ἄργεος ἱπποβότοιο.
- και η μοίρα μας στην Τροίαν | θέλει να πέσουμε, μακράν απ᾽ το ιπποτρόφον Άργος.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἡμῖν δὲ δὴ αἴσιμον εἴη | φθίσθαι ἐνὶ Τροίῃ ἑκὰς Ἄργεος ἱπποβότοιο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 9 (Ι. Πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα. Λιταί.), στίχ. 245 (245-246)
- αἴσιμον ἦμαρ
Κλίση
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | αἴσιμος | ἡ | αἰσίμη | τὸ | αἴσιμον |
γενική | τοῦ/τῆς | αἰσίμου | τῆς | αἰσίμης | τοῦ | αἰσίμου |
δοτική | τῷ/τῇ | αἰσίμῳ | τῇ | αἰσίμῃ | τῷ | αἰσίμῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | αἴσιμον | τὴν | αἰσίμην | τὸ | αἴσιμον |
κλητική ὦ! | αἴσιμε | αἰσίμη | αἴσιμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | αἴσιμοι | αἱ | αἴσιμαι | τὰ | αἴσιμᾰ |
γενική | τῶν | αἰσίμων | τῶν | αἰσίμων | τῶν | αἰσίμων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | αἰσίμοις | ταῖς | αἰσίμαις | τοῖς | αἰσίμοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | αἰσίμους | τὰς | αἰσίμᾱς | τὰ | αἴσιμᾰ |
κλητική ὦ! | αἴσιμοι | αἴσιμαι | αἴσιμᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰσίμω | τὼ | αἰσίμᾱ | τὼ | αἰσίμω |
γεν-δοτ | τοῖν | αἰσίμοιν | τοῖν | αἰσίμαιν | τοῖν | αἰσίμοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
επεξεργασία- αἴσιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἴσιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.