αἶσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αἶσᾰ | αἱ | αἶσαι |
γενική | τῆς | αἴσης | τῶν | αἰσῶν |
δοτική | τῇ | αἴσῃ | ταῖς | αἴσαις |
αιτιατική | τὴν | αἶσᾰν | τὰς | αἴσᾱς |
κλητική ὦ! | αἶσᾰ | αἶσαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἴσᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἴσαιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἶσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁eǵ- (*h₂ei- κατά το Bailly), απ' όπου και αἴνυμαι, αἰτέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααἶσα θηλυκό
- η μοίρα, το πεπρωμένο
- ⮡ Διὸς αἴσῃ, ὑπὲρ Διὸς αἶσαν
- ⮡ κατʼ αἶσαν
- ⮡ ὑπὲρ αἶσαν
- ⮡ κακῇ αἴσῃ (Όμηρος, Ιλιάδα', 5 (Ε), 209)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Αίσα στη Βικιπαίδεια
- Μοῖρα
Πηγές
επεξεργασία- Αἶσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἶσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
*h₂ei- κατά το Bailly 2020