Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκαιρέω < λείπει η ετυμολογία

ἀκαιρέω - ἀκαιρῶ (συνηρημένο)

  • δεν ευκαιρώ, δεν έχω χρόνο να αφιερώσω σε κάτι