Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκαιρέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀκαιρέω - ἀκαιρῶ (συνηρημένο)

  • δεν ευκαιρώ, δεν έχω χρόνο να αφιερώσω σε κάτι