ἀγάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀγάζω < ἄγαν
Ρήμα
επεξεργασία- ἀγάζω
- σύνταξη με αιτιατική ἀγάζω τι = εξετάζω με αγανάκτηση
- (αμετάβατο) ἀγάζω = αγανακτώ
- παθητική φωνή ἀγάζομαι τινά = εκθειάζω, εγκωμιάζω, υπερυψώνω κάποιον
Συνώνυμα
επεξεργασία- στην παθητική φωνή ἄγαμαι
Σύνθετα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Το ρήμα "ἀγάζω" είναι ελλιπές με περιορισμένη χρήση μόνο στον ενεργητικό και μέσο ενεστώτα, ἀγάζω και ἀγάζομαι, απαντάται στον Πίνδαρο (Νεμεονίκες 11, 6) και στα Ορφικά Αργοναυτικά 64), πρόκειται για πολύ αρχαίο ρήμα