υπερυψώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pe.riˈpso.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρυ‐ψώ‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : υ‐περ‐υ‐ψώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαυπερυψώνω (παθητική φωνή: υπερυψώνομαι)
- υψώνω πολύ, πάνω από το συνηθισμένο ή κανονικό
- ※ Στο σημείο αυτό έγινε δεκτή και η παρατήρηση του καθηγητή Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Μανόλη Κορρέ, ο οποίος ζήτησε οι βάσεις να υπερυψωθούν κι άλλο —να ξεπερνούν το ύψος του γονάτου, όπως είπε χαρακτηριστικά— λόγω της μεγάλης αισθητικής και αρχαιολογικής αξίας των εκθεμάτων. (www.tovima.gr, 12.05.2011)
Συγγενικά
επεξεργασία- υπερυψωμένος
- υπερύψωση
- → δείτε τις λέξεις υπέρ, υψώνω και ύψος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερυψώνω | υπερύψωνα | θα υπερυψώνω | να υπερυψώνω | υπερυψώνοντας | |
β' ενικ. | υπερυψώνεις | υπερύψωνες | θα υπερυψώνεις | να υπερυψώνεις | υπερύψωνε | |
γ' ενικ. | υπερυψώνει | υπερύψωνε | θα υπερυψώνει | να υπερυψώνει | ||
α' πληθ. | υπερυψώνουμε | υπερυψώναμε | θα υπερυψώνουμε | να υπερυψώνουμε | ||
β' πληθ. | υπερυψώνετε | υπερυψώνατε | θα υπερυψώνετε | να υπερυψώνετε | υπερυψώνετε | |
γ' πληθ. | υπερυψώνουν(ε) | υπερύψωναν υπερυψώναν(ε) |
θα υπερυψώνουν(ε) | να υπερυψώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερύψωσα | θα υπερυψώσω | να υπερυψώσω | υπερυψώσει | ||
β' ενικ. | υπερύψωσες | θα υπερυψώσεις | να υπερυψώσεις | υπερύψωσε | ||
γ' ενικ. | υπερύψωσε | θα υπερυψώσει | να υπερυψώσει | |||
α' πληθ. | υπερυψώσαμε | θα υπερυψώσουμε | να υπερυψώσουμε | |||
β' πληθ. | υπερυψώσατε | θα υπερυψώσετε | να υπερυψώσετε | υπερυψώστε | ||
γ' πληθ. | υπερύψωσαν υπερυψώσαν(ε) |
θα υπερυψώσουν(ε) | να υπερυψώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερυψώσει | είχα υπερυψώσει | θα έχω υπερυψώσει | να έχω υπερυψώσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερυψώσει | είχες υπερυψώσει | θα έχεις υπερυψώσει | να έχεις υπερυψώσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπερυψώσει | είχε υπερυψώσει | θα έχει υπερυψώσει | να έχει υπερυψώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερυψώσει | είχαμε υπερυψώσει | θα έχουμε υπερυψώσει | να έχουμε υπερυψώσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερυψώσει | είχατε υπερυψώσει | θα έχετε υπερυψώσει | να έχετε υπερυψώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερυψώσει | είχαν υπερυψώσει | θα έχουν υπερυψώσει | να έχουν υπερυψώσει |
|
Πηγές
επεξεργασία- υπερυψώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υπερυψώνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υπερυψώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)