↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερύψωση οι υπερυψώσεις
      γενική της υπερύψωσης* των υπερυψώσεων
    αιτιατική την υπερύψωση τις υπερυψώσεις
     κλητική υπερύψωση υπερυψώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερυψώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερύψωση < ελληνιστική κοινή ὑπερύψωσις < ὑπερυψόω / ὑπερυψῶ < ὑπέρ + ὑψόω / ὑψῶ < ὕψος < ὕψι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερύψωση θηλυκό

  • υπερύψωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • υπερύψωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία