↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερυψωμένος η υπερυψωμένη το υπερυψωμένο
      γενική του υπερυψωμένου της υπερυψωμένης του υπερυψωμένου
    αιτιατική τον υπερυψωμένο την υπερυψωμένη το υπερυψωμένο
     κλητική υπερυψωμένε υπερυψωμένη υπερυψωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερυψωμένοι οι υπερυψωμένες τα υπερυψωμένα
      γενική των υπερυψωμένων των υπερυψωμένων των υπερυψωμένων
    αιτιατική τους υπερυψωμένους τις υπερυψωμένες τα υπερυψωμένα
     κλητική υπερυψωμένοι υπερυψωμένες υπερυψωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερυψωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερυψώνω, υπερυψώνομαι < ὑπερυψόω-ῶ < ὑπέρ + ὑψόω

υπερυψωμένος, -η, -ο

  1. που έχει υπερυψωθεί, που έχει υψωθεί πολύ υψηλά ή που είναι απλώς πιο υψηλά από ένα ορισμένο επίπεδο αναφοράς, π.χ. από το δάπεδο
  2. ο υπερεκτιμημένος, κάποιος που απολαμβάνει περισσότερο σεβασμό ή εκτίμηση από όσο του αξίζει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία