Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγανοφρονέω < ἀγανόφρων

ἀγανοφρονέω - (συνηρημένο) ἀγανοφρονῶ

  1. φιλοφρονώ
  2. συμπεριφέρομαι ευγενικά