χώρα
(Ανακατεύθυνση από αρχαία χώρα)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χώρα | οι | χώρες |
γενική | της | χώρας | των | χωρών |
αιτιατική | τη | χώρα | τις | χώρες |
κλητική | χώρα | χώρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χώρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χώρα
- (ιατρική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική région[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χώ‐ρα
- παρώνυμο: χωρά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχώρα θηλυκό
- (ιστορία) οι αγροτικές περιοχές μιας πόλης-κράτους, η ύπαιθρος, σε αντίθεση προς το άστυ
- τόπος που κατοικείται από ένα συγκεκριμένο λαό, η πατρίδα
- κράτος, κρατική οντότητα
- ⮡ Άνοιξαν τα σύνορα με τη γειτονική μας χώρα.
- (για πολλά νησιά) ορεινή πρωτεύουσα του νησιού, εκεί που ήταν συνήθως το κάστρο του και η έδρα της ηγεσίας
- ⮡ Μόνο στη χώρα μπορείς να το βρεις αυτό.
- (ιατρική) περιοχή του ανθρώπινου σώματος
- ⮡ ηβική χώρα, κροταφική χώρα
Εκφράσεις
επεξεργασία- λαμβάνει χώρα(ν)
- η πείνα κάστρα καταλεί και χώρες παραδίδει : η στέρηση των αναγκαίων για τη ζωή οδηγεί όχι μόνο σε υλική ένδεια αλλά και σε ηθική κατάπτωση
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη χώρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία χώρα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χώρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χώρᾱ | αἱ | χῶραι |
γενική | τῆς | χώρᾱς | τῶν | χωρῶν |
δοτική | τῇ | χώρᾳ | ταῖς | χώραις |
αιτιατική | τὴν | χώρᾱν | τὰς | χώρᾱς |
κλητική ὦ! | χώρᾱ | χῶραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χώρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χώραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χώρα < είτε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος), είτε|| • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχώρα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
→ και δείτε τη λέξη χῶρος
Πηγές
επεξεργασία- χώρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χώρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.