ενικός         πληθυντικός  
country countries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

country (en)

  1. η χώρα, μια περιοχή γης που έχει τη δική της κυβέρνηση και νόμους
    ⮡  European countries - οι Ευρωπαϊκές χώρες
    ⮡  We trade with all countries.
    Κάνουμε εμπόριο με όλες τις χώρες.
  2. (μόνο ενικός, the country) η εξοχή
    ⮡  We’re going into the country.
    Πάμε στην εξοχή.
     συνώνυμα: countryside
  3. (μόνο ενικός, the country) η πατρίδα, οι άνθρωποι μιας χώρας· το έθνος συνολικά
    ⮡  Those who collaborate with the enemy are traitors to the country.
    Όσοι συνεργάζονται με τον εχθρό είναι προδότες της πατρίδας.
  4. (μη μετρήσιμο) είδος μουσικής
     συνώνυμα: country music