countryside
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcountryside (en) (μη μετρήσιμο)
- η ύπαιθρος, το ύπαιθρο, η εξοχή, γη που είναι έξω από πόλεις, με χωράφια, δάση κτλ.
- ⮡ The countryside is beautiful in spring.
- Η ύπαιθρος είναι πανέμορφη την άνοιξη.
- ⮡ We went out to the countryside.
- Πήγαμε στην εξοχή.
- ⮡ The countryside is beautiful in spring.