Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
countryside
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
countryside
<
country
+
-side
Ουσιαστικό
επεξεργασία
countryside
(en)
(
μη
μετρήσιμο
)
η
ύπαιθρος
, το
ύπαιθρο
, η
εξοχή
, γη που είναι έξω από πόλεις, με χωράφια, δάση κτλ.
⮡
The
countryside
is beautiful in spring.
Η
ύπαιθρος
είναι πανέμορφη την άνοιξη.
⮡
We went out to the
countryside
.
Πήγαμε στην
εξοχή
.
Πηγές
επεξεργασία
countryside
-
Oxford Learner's Dictionaries