kraj
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkraj (pl) αρσενικό
- η χώρα
- (συνεκδοχικά) το κράτος
- (μεταφορικά) η άκρη, το όριο
Συγγενικά
επεξεργασία
Σερβικά (sr)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαkraj (sr)
- λατινική γραφή του крај
Σερβοκροατικά (sh)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαkraj (sh)