κρεβάτι
(Ανακατεύθυνση από κρεββάτι)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρεβάτι | τα | κρεβάτια |
γενική | του | κρεβατιού | των | κρεβατιών |
αιτιατική | το | κρεβάτι | τα | κρεβάτια |
κλητική | κρεβάτι | κρεβάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρεβάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρεβάτιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κραβ(β)άτιον, υποκοριστικό του κράβατος / κράββατος[1] < μακεδονική διάλεκτος *γράβος[2] / γράβιον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾeˈva.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐βά‐τι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρεβάτι ουδέτερο
- (έπιπλο) το επίπεδο έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμόμαστε
- ⮡ αυτό το κρεβάτι είναι πολύ αναπαυτικό
- η κλίνη ξενοδοχείου ή νοσοκομείου αλλά και οι υπηρεσίες που παρέχονται
- το έθιμο του γάμου, κατά το οποίο συγγενείς και φίλοι αφήνουν χρήματα πάνω στο κρεβάτι των μελλόνυμφων
- η ερωτική πράξη // οι επιδόσεις των εραστών κατά τη συνουσία
Συνώνυμα
επεξεργασίαδείτε επίσης:
Εκφράσεις
επεξεργασία- είναι στο κρεβάτι, είναι κρεβατωμένος : είναι άρρωστος, είναι κλινήρης
- το κρεβάτι του πόνου : το κρεβάτι στο οποίο ο ασθενής υπομένει τους πόνους
- πέφτω στο κρεβάτι : πέφτω για ύπνο
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Όροι με κρεβατο-, -κρέβατο — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία έπιπλο
- ↑ κρεβάτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κράββατος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.