κρεβατώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακρεβατώνω (παθητική φωνή: κρεβατώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρεβατώνω | κρεβάτωνα | θα κρεβατώνω | να κρεβατώνω | κρεβατώνοντας | |
β' ενικ. | κρεβατώνεις | κρεβάτωνες | θα κρεβατώνεις | να κρεβατώνεις | κρεβάτωνε | |
γ' ενικ. | κρεβατώνει | κρεβάτωνε | θα κρεβατώνει | να κρεβατώνει | ||
α' πληθ. | κρεβατώνουμε | κρεβατώναμε | θα κρεβατώνουμε | να κρεβατώνουμε | ||
β' πληθ. | κρεβατώνετε | κρεβατώνατε | θα κρεβατώνετε | να κρεβατώνετε | κρεβατώνετε | |
γ' πληθ. | κρεβατώνουν(ε) | κρεβάτωναν κρεβατώναν(ε) |
θα κρεβατώνουν(ε) | να κρεβατώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρεβάτωσα | θα κρεβατώσω | να κρεβατώσω | κρεβατώσει | ||
β' ενικ. | κρεβάτωσες | θα κρεβατώσεις | να κρεβατώσεις | κρεβάτωσε | ||
γ' ενικ. | κρεβάτωσε | θα κρεβατώσει | να κρεβατώσει | |||
α' πληθ. | κρεβατώσαμε | θα κρεβατώσουμε | να κρεβατώσουμε | |||
β' πληθ. | κρεβατώσατε | θα κρεβατώσετε | να κρεβατώσετε | κρεβατώστε | ||
γ' πληθ. | κρεβάτωσαν κρεβατώσαν(ε) |
θα κρεβατώσουν(ε) | να κρεβατώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κρεβατώσει | είχα κρεβατώσει | θα έχω κρεβατώσει | να έχω κρεβατώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κρεβατώσει | είχες κρεβατώσει | θα έχεις κρεβατώσει | να έχεις κρεβατώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κρεβατώσει | είχε κρεβατώσει | θα έχει κρεβατώσει | να έχει κρεβατώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κρεβατώσει | είχαμε κρεβατώσει | θα έχουμε κρεβατώσει | να έχουμε κρεβατώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κρεβατώσει | είχατε κρεβατώσει | θα έχετε κρεβατώσει | να έχετε κρεβατώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κρεβατώσει | είχαν κρεβατώσει | θα έχουν κρεβατώσει | να έχουν κρεβατώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρεβατώνω
|