Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεβατώνω < κρεβάτι + -ώνω

κρεβατώνω (παθητική φωνή: κρεβατώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία