Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεβατώνω < κρεβάτι + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

κρεβατώνω (παθητική φωνή: κρεβατώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία