ακρεβάτωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
- που δεν παραμένει κρεβατωμένος από ασθένεια
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ακρεβάτωτα
- → δείτε τις λέξεις κρεβατώνω και κρεβάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακρεβάτωτος
|
- ↑ ακρεβάτωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ακρεβάτωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας