cama
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
cama | camas |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcama (es) θηλυκό
- το κρεβάτι
Συνώνυμα
επεξεργασία
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
cama | camas |
cama (pt) θηλυκό
- το κρεβάτι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- (estar) de cama - (είμαι) στο κρεβάτι, άρρωστος
- (estar) na cama - (είμαι) στο κρεβάτι, κοιμάμαι ή είμαι ξαπλωμένος