↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεβατίνα οι κρεβατίνες
      γενική της κρεβατίνας των κρεβατίνων
    αιτιατική την κρεβατίνα τις κρεβατίνες
     κλητική κρεβατίνα κρεβατίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεβατίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρεβατίνα < κρεβάτ(ι) + -ίνα[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρεβατίνα θηλυκό

  1. πλαίσιο πάνω στο οποίο στερεώνεται η κληματαριά
  2. (συνεκδοχικά) η κληματαριά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία