Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεβατίνα οι κρεβατίνες
      γενική της κρεβατίνας των κρεβατίνων
    αιτιατική την κρεβατίνα τις κρεβατίνες
     κλητική κρεβατίνα κρεβατίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεβατίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρεβατίνα < ελληνιστική κοινή κράββᾰτος < αρχαία μακεδονική *γράβος[1] / γράβιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεβατίνα θηλυκό

  1. πλαίσιο πάνω στο οποίο στερεώνεται η κληματαριά
  2. (συνεκδοχικά) η κληματαριά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  1. κράββατος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.