κρεβατίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρεβατίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρεβατίνα < ελληνιστική κοινή κράββᾰτος < αρχαία μακεδονική *γράβος[1] / γράβιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρεβατίνα θηλυκό
- πλαίσιο πάνω στο οποίο στερεώνεται η κληματαριά
- (συνεκδοχικά) η κληματαριά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρεβατίνα
|
Πηγές επεξεργασία
- κρεβατίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κράββατος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.