κρεβατίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρεβατίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρεβατίνα < κρεβάτ(ι) + -ίνα[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρεβατίνα θηλυκό
- πλαίσιο πάνω στο οποίο στερεώνεται η κληματαριά
- (συνεκδοχικά) η κληματαριά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρεβατίνα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κρεβατίνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας