ράντζο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ράντζο | τα | ράντζα |
γενική | του | ράντζου | των | ράντζων |
αιτιατική | το | ράντζο | τα | ράντζα |
κλητική | ράντζο | ράντζα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ράντζο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαράντζο ουδέτερο και ράντσο
- κρεβάτι που μπορεί κάποιος να το διπλώσει για να το μετακινήσει εύκολα
- (ειδικότερα) πτυσσόμενο κρεβάτι, με συγκεκριμένο σχεδιασμό, που έχει βάσεις από ξύλο και αρκετά ισχυρό πανί πάνω στο οποίο μπορεί κάποιος να ξαπλώσει
- Συνώνυμα κρεβάτι εκστρατείας
- (ειδικότερα) κάθε κρεβάτι σε νοσοκομείο που δεν βρίσκεται σε συγκεκριμένη θέση αλλά χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις αυξημένης έκτακτης εισαγωγής ασθενών και συνήθως τοποθετείται στους διαδρόμους
- κτηνοτροφικό αγρόκτημα στις Η.Π.Α.