Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ράντσο τα ράντσα
      γενική του ράντσου των ράντσων
    αιτιατική το ράντσο τα ράντσα
     κλητική ράντσο ράντσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ράντσο < άλλη γραφή (και προφορά) του ράντζο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ράντσο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία