lito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lito | litoj |
αιτιατική | liton | litojn |
lito (eo)
Ίντο (io)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlito (io)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lito | litoj |
αιτιατική | liton | litojn |
lito (eo)
lito (io)