Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντιβάνι τα ντιβάνια
      γενική του ντιβανιού των ντιβανιών
    αιτιατική το ντιβάνι τα ντιβάνια
     κλητική ντιβάνι ντιβάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ντιβάνια στο αεροδρόμιο του Μαρακές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ντιβάνι < μεσαιωνική ελληνική ντιβάνι(ν)[1] / διβάνι / τιβάνι(ν) (η αίθουσα συνεδριάσεων της Τουρκικής κυβέρνησης) < τουρκική divan[1] [2] < περσική دیوان (divân) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική divan[1])

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /diˈva.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντι‐βά‐νι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ντιβάνι ουδέτερο

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ντιβάνι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دیوان (dîvân) (τουρκική divan) < περσική دیوان (divân)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ντιβάνι ουδέτερο

  1. συμβούλιο αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης
  2. κυβερνητικό συμβούλιο

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ντιβάνι Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.