ντιβάνι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντιβάνι | τα | ντιβάνια |
γενική | του | ντιβανιού | των | ντιβανιών |
αιτιατική | το | ντιβάνι | τα | ντιβάνια |
κλητική | ντιβάνι | ντιβάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ντιβάνι < μεσαιωνική ελληνική ντιβάνι(ν)[1] / διβάνι / τιβάνι(ν) (η αίθουσα συνεδριάσεων της Τουρκικής κυβέρνησης) < τουρκική divan[1] [2] < περσική دیوان (divân) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική divan[1])
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /diˈva.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντι‐βά‐νι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ντιβάνι ουδέτερο
- χαμηλό κρεβάτι σαν καναπές, χωρίς κεφαλάρι
- ※ Πέντε χρόνια στο ντιβάνι (ενν. του ψυχαναλυτή) είναι αρκετά για να γνωρίσεις τα μυστικά, τα τεχνάσματα και τα κλισέ μιας θεραπευτικής διαδικασίας με μεγάλη απήχηση και αμφιλεγόμενη αποτελεσματικότητα. (Εφημερίδα Το Βήμα, 30.04.2012)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ντιβάνι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ντιβάνι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دیوان (dîvân) (τουρκική divan) < περσική دیوان (divân)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ντιβάνι ουδέτερο
- συμβούλιο αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης
- κυβερνητικό συμβούλιο
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- ντιβάνι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ντιβάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.