διβάνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διβάνιο | τα | διβάνια |
γενική | του | διβάνιου & διβανίου |
των | διβάνιων & διβανίων |
αιτιατική | το | διβάνιο | τα | διβάνια |
κλητική | διβάνιο | διβάνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διβάνιο ουδέτερο
- άλλη μορφή του ντιβάνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
διβάνιο
|