Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντιβανάκι τα ντιβανάκια
      γενική
    αιτιατική το ντιβανάκι τα ντιβανάκια
     κλητική ντιβανάκι ντιβανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντιβανάκι < ντιβάνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντιβανάκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία