αέρας
(Ανακατεύθυνση από αέρι)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αέρας | οι | αέρες & αέρηδες |
γενική | του | αέρα | των | αέρων & αέρηδων |
αιτιατική | τον | αέρα | τους | αέρες & αέρηδες |
κλητική | αέρα | αέρες & αέρηδες | ||
Κατηγορία όπως «αέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αέρας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀέρας < αρχαία ελληνική ἀήρ, σπό την αιτιατική ενικού τόν ἀέρα
- για την εκκλησιαστική σημασία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀήρ
- για τη σημασία «άνεση στη συμπεριφορά» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική air [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈe.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐έ‐ρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααέρας αρσενικό και αγέρας
- το σύνολο των άοσμων, άχρωμων και άγευστων αερίων που μας περιβάλλει στην ατμόσφαιρα και που το αναπνέουν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί
- ⮡ Θέλει να μας πάρει ως και τον αέρα που αναπνέουμε.
- ⮡ Πνίγομαι, θέλω αέρα!
- ο αέρας που παρέχεται σε μια συσκευή
- το κενό
- ⮡ στέκομαι στον αέρα, πυροβολώ στον αέρα, μιλάω στον αέρα
- → δείτε και τον όρο κενό αέρος
- ο άνεμος (πληθυντικός: αέρηδες)
- ⮡ φυσάει αέρας, φυσάει ένας διαβολεμένος αέρας
- ⮡ γλυκός 'αέρας, γλυκό αεράκι
- (γενικότερα) το κλίμα
- ⮡ Τι αέρα έχετε εκεί κάτω; Να πάρουμε χειμωνιάτικα ρούχα;
- (μεταφορικά)
- η άνεση, η χάρη στη συμπεριφορά και τις κινήσεις, η αυτοπεποίθηση λόγω εμπειρίας, επιδεξιότητας ή αλαζονείας
- ⮡ Τώρα πια πήρε τον αέρα της δουλειάς.
- ⮡ Από τότε που γύρισε από το Παρίσι, έχει άλλον αέρα.
- το αντίθετο της ενοχλητικής ή δυσλειτουργικής πυκνότητας
- ⮡ Θέλει λίγο αέρα, είναι πολύ πηγμένη η σελίδα του περιοδικού όπως τη στήσαμε.
- μια γενικότερη αίσθηση, ψυχολογικό κλίμα
- ⮡ αέρας αισιοδοξίας / αλλαγής / ανανέωσης
- ⮡ αέρας μυστηρίου
- ⮡ Κάτι πλανάται στον αέρα.
- η άνεση, η χάρη στη συμπεριφορά και τις κινήσεις, η αυτοπεποίθηση λόγω εμπειρίας, επιδεξιότητας ή αλαζονείας
- (εκκλησιαστικός όρος) το κάλυμμα του Αγίου Δισκοπότηρου και του Αγίου Δίσκου στη λειτουργία
- άλλες μορφές: αήρ
- ⮡ Ο αέρας καλύπτει και συμβολίζει τη νεκρική σινδόνη του Ιησού.
- (ιστορία) ελληνική ιαχή μάχης στο στρατό
- ⮡ Αέρα!
- (οικοδομική) το δικαίωμα οικοδόμησης σε κενή ταράτσα κτιρίου
- ⮡ Στην κόρη του άφησε κληρονομιά μόνο τον αέρα του τριώροφου.
- (οικονομία) η υπεραξία που έχει αποκτήσει μια επιχείρηση, λόγω καλής φήμης, πελατείας ή θέσης και, (κατ’ επέκταση), το χρηματικό ποσό που αναλογεί σ' αυτήν
- ⮡ Μας ζητάει αέρα 10.000 ευρώ.
- (ραδιόφωνο, τηλεόραση) σε ζωντανή μετάδοση, όχι μαγνητοσκοπημένα
- ⮡ Ησυχία στο στούντιο! Τελειώνουν οι διαφημίσεις και σε 3 δεύτερα θα είμαστε στον αέρα.
- ⮡ Η συνέντευξή του βγήκε στον αέρα χτες στις 2.30 μ.μ.
- (φιλοσοφία) στοιχείο της φύσης και του πνεύματος που για τους προσωκρατικούς φιλοσόφους είχε ιδιαίτερη σημασία στην κοσμογονία
- ⮡ Σ αέρας, το νερό, η γη και η φωτιά, με τη φιλότητα και την έχθρα (έλξη και διάσπαση) δίνουν σε όλα ζωή (Εμπεδοκλής)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αγοράζω αέρα
- αέρα καβουρδίζω
- αέρα στα πανιά σας
- αέρα κοπανίζω
- αέρας κοπανιστός
- αέρα πατέρα
- βγάζω αέρα λεφτά
- βγάζω στον αέρα
- δίνω αέρα
- δε με σηκώνει ο αέρας
- δεν πας να σε φυσήξει λίγος αέρας!
- δώσ' του αέρα
- γίνομαι αέρας
- (είμαι) στον αέρα
- ζω με αέρα
- κάνω αέρα (σε κάποιον)
- κόβω τον αέρα
- με το πρώτο φύσημα του αέρα
- παίρνω αέρα
- παίρνω τον αέρα κάποιου πράγματος
- πιάνει άερας
- πιάνω πουλιά στον αέρα
- παίρνει ο κώλος μου αέρα
- παίρνουν τα μυαλά μου αέρα
- πλανάται στον αέρα
- ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ
- πουλάω αέρα
- ρίχνω στον αέρα
- σκορπίζω στον αέρα
- στον αέρα
- σφυρίζω στον αέρα
- τινάζω στον αέρα (κάτι/κάποιον)
- τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα
- τρώω αέρα
- φυσάει άλλος αέρας
- χάνω αέρα
- χτίζω στον αέρα
- ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρα στα πανιά σου
Συγγενικά
επεξεργασίακαι
δείτε και
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ο αέρας που αναπνέουμε
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αέρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αέρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'αέρας'.