δεσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | δεσμός | οι | δεσμοί | τα | δεσμά |
γενική | του | δεσμού | των | δεσμών | των | δεσμών |
αιτιατική | τον | δεσμό | τους | δεσμούς | τα | δεσμά |
κλητική | δεσμέ | δεσμοί | δεσμά | |||
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεσμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεσμός. Για την ερωτική σχέση και τον χημικό όρο, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική lien και από την αγγλική bond[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðeˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεσμός αρσενικό (πληθυντικός: οι δεσμοί, με άλλη σημασία τα δεσμά)
- οτιδήποτε συνδέει μεταξύ τους δύο άτομα ή σύνολα από συναισθηματική, κοινωνική, οικονομική κ.α. άποψη
- ↪ οι ακατάλυτοι δεσμοί φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς
- η ερωτική σχέση
- ↪ η Μαρία έχει δεσμό με τον Ηλία εδώ και τρία χρόνια
- το πρόσωπο με το οποίο κάποιος διατηρεί ερωτική σχέση
- ↪ Η Μαρία μετά από τρία χρόνια αποφάσισε να μας συστήσει το δεσμό της
- (χημεία) η δύναμη που αλληλεπιδρά μεταξύ γειτονικών ατόμων και τα κάνει να σχηματίζουν μια χημική ένωση
- κόμπος
- στη φράση: ο Γόρδιος δεσμός
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
δεσμ-
δεσμ-
σύνθετα με το -δεσμος
- λήγουν σε -δεσμος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
όπως
- αγκυρόδεσμος
- αλυσόδεσμος
- επίδεσμος
- κατάδεσμος
- κεφαλόδεσμος
- κηλεπίδεσμος
- στηθόδεσμος
- σύνδεσμος
- και άλλα...
- με τόνο στη λήγουσα: ψιλοδεσμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεσμός
κόμπος
→ δείτε τη λέξη κόμπος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ δεσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ὁ | δεσμός | οἱ | δεσμοί | τὰ | δεσμᾰ́ |
γενική | τοῦ | δεσμοῦ | τῶν | δεσμῶν | τῶν | δεσμῶν |
δοτική | τῷ | δεσμῷ | τοῖς | δεσμοῖς | τοῖς | δεσμοῖς |
αιτιατική | τὸν | δεσμόν | τοὺς | δεσμούς | τὰ | δεσμά |
κλητική ὦ! | δεσμέ | δεσμοί | δεσμά | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δεσμώ | ||||
γεν-δοτ | τοῖν | δεσμοῖν | ||||
Και δεύτερος πληθυντικός όπως το «φυτόν». | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δεσμός < θέμα δε- (< δέω / δῶ (δένω) < *δεjω) + -σμός Συγγενή: ήδη μυκηναϊκή 𐀆𐀰𐀗 (de-so-mo, ζώνη σπαθιού).[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
δεσμός αρσενικό
- το δέσιμο
Εκφράσεις επεξεργασία
- δεσμὸς γλώσσης (γλωσσοδέτης) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- δεσμὸς ἀργυρίου (κομπόδεμα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Παράγωγα επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
δεσμ-
δεσμ-
- πάνω από 100 Λέξεις με -δεσμ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
όπως (δείτε και τα σύνθετά τους)
Σύνθετα του -δεσμός
- Λέξεις δεσμός @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές επεξεργασία
- δεσμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δεσμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.