πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνδέσμωση οι συνδεσμώσεις
      γενική της συνδέσμωσης* των συνδεσμώσεων
    αιτιατική τη συνδέσμωση τις συνδεσμώσεις
     κλητική συνδέσμωση συνδεσμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδεσμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία