↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομοιοπολικός δεσμός οι ομοιοπολικοί δεσμοί
      γενική του ομοιοπολικού δεσμού των ομοιοπολικών δεσμών
    αιτιατική τον ομοιοπολικό δεσμό τους ομοιοπολικούς δεσμούς
     κλητική ομοιοπολικέ δεσμέ ομοιοπολικοί δεσμοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δημιουργία ομοιοπολικού δεσμού μεταξύ δύο ατόμων χλωρίου (Cl) και σχηματίζουν διχλωρίνη (Cl2). Εδώ μοιράζονται δύο ηλεκτρόνια.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοιοπολικός δεσμός < ομοιοπολικός & δεσμός

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

ομοιοπολικός δεσμός αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία