↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοιοπολικός η ομοιοπολική το ομοιοπολικό
      γενική του ομοιοπολικού της ομοιοπολικής του ομοιοπολικού
    αιτιατική τον ομοιοπολικό την ομοιοπολική το ομοιοπολικό
     κλητική ομοιοπολικέ ομοιοπολική ομοιοπολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοιοπολικοί οι ομοιοπολικές τα ομοιοπολικά
      γενική των ομοιοπολικών των ομοιοπολικών των ομοιοπολικών
    αιτιατική τους ομοιοπολικούς τις ομοιοπολικές τα ομοιοπολικά
     κλητική ομοιοπολικοί ομοιοπολικές ομοιοπολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοιοπολικός < όμοιος + -ο- + πολικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική homœopolar / homoeopolar / homeopolar)

  Επίθετο

επεξεργασία

ομοιοπολικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία