ομοιοπολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοιοπολικός < όμοιος + -ο- + πολικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική homœopolar / homoeopolar / homeopolar)
Επίθετο
επεξεργασίαομοιοπολικός, -ή, -ό
- (χημεία) δεσμός μεταξύ ατόμων με ίσο σθένος που σχηματίζεται με αμοιβαία συνεισφορά ηλεκτρονίων
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομοιοπολικός