covalent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcovalent (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | covalent | covalents |
θηλυκό | covalente | covalentes |
covalent (fr)
covalent (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | covalent | covalents |
θηλυκό | covalente | covalentes |
covalent (fr)