ισοσθενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισοσθενής | η | ισοσθενής | το | ισοσθενές |
γενική | του | ισοσθενούς* | της | ισοσθενούς | του | ισοσθενούς |
αιτιατική | τον | ισοσθενή | την | ισοσθενή | το | ισοσθενές |
κλητική | ισοσθενή(ς) | ισοσθενής | ισοσθενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισοσθενείς | οι | ισοσθενείς | τα | ισοσθενή |
γενική | των | ισοσθενών | των | ισοσθενών | των | ισοσθενών |
αιτιατική | τους | ισοσθενείς | τις | ισοσθενείς | τα | ισοσθενή |
κλητική | ισοσθενείς | ισοσθενείς | ισοσθενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισοσθενής < ελληνιστική κοινή ἰσοσθενής < αρχαία ελληνική ἴσος + σθένος. Μορφολογικά αναλύεται σε ισο- + -σθενής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.so.sθeˈnis/
Επίθετο
επεξεργασίαισοσθενής, -ής, -ές
- (αρχαιοπρεπές) που έχει το ίσο σθένος, την ίδια δύναμη με κάποιον άλλο
- (χημεία) ομοιοπολικός
Συγγενικά
επεξεργασία- ισοσθένεια / ισοσθενία
- ισοσθενώ
- → δείτε τις λέξεις ίσος και σθένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
|