ισοσθενώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισοσθενώ < ελληνιστική κοινή ἰσοσθενέω / ἰσοσθενῶ < ἰσοσθενής < αρχαία ελληνική ἴσος + σθένος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.so.sθeˈno/
Ρήμα
επεξεργασίαισοσθενώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
|