ομοιοπολικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοιοπολικότητα < ομοιοπολικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομοιοπολικότητα θηλυκό
- (χημεία) τον να είναι κάποιος ομοιοπολικός, η ιδιότητα του ομοιοπολικού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομοιοπολικότητα
|