Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετεροπολικός η ετεροπολική το ετεροπολικό
      γενική του ετεροπολικού της ετεροπολικής του ετεροπολικού
    αιτιατική τον ετεροπολικό την ετεροπολική το ετεροπολικό
     κλητική ετεροπολικέ ετεροπολική ετεροπολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετεροπολικοί οι ετεροπολικές τα ετεροπολικά
      γενική των ετεροπολικών των ετεροπολικών των ετεροπολικών
    αιτιατική τους ετεροπολικούς τις ετεροπολικές τα ετεροπολικά
     κλητική ετεροπολικοί ετεροπολικές ετεροπολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετεροπολικός < έτερος + -ο- + πολικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heteropolar)

  Επίθετο επεξεργασία

ετεροπολικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία