ετεροπολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετεροπολικός < έτερος + -ο- + πολικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heteropolar)
Επίθετο
επεξεργασίαετεροπολικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ετεροπολικός