• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δεσμωτήριο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
 προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεσμωτήριο τα δεσμωτήρια
      γενική του δεσμωτήριου
& δεσμωτηρίου
των δεσμωτήριων
& δεσμωτηρίων
    αιτιατική το δεσμωτήριο τα δεσμωτήρια
     κλητική δεσμωτήριο δεσμωτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δεσμωτήριο < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεσμωτήριο ουδέτερο

  • η φυλακή, το κελί

Συγγενικά

επεξεργασία
  • δεσμός
  • δεσμώτης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    δεσμωτήριο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δεσμωτήριο&oldid=5465756"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 06:55

Γλώσσες

    • English
    • Suomi
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    • Sängö
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 06:55.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας