Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάδεσμος < κατά + δεσμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάδεσμος ουδέτερο

  1. επίδεσμος
  2. μαγικός δεσμός, κατάρα σε γραπτή μορφή (δες ενδεικτικά Κατάδεσμος της Πέλλας)