κηλεπίδεσμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κηλεπίδεσμος < κήλ(η) + επίδεσμος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bandage herniaire → δείτε τις λέξεις bandage και herniaire [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.leˈpi.ðe.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐λε‐πί‐δε‐σμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κηλεπίδεσμος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κηλεπίδεσμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισμός Καμπανά, 1990)