μέλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέλος | τα | μέλη |
γενική | του | μέλους | των | μελών |
αιτιατική | το | μέλος | τα | μέλη |
κλητική | μέλος | μέλη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μέλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mel- (μέλος, άκρο του σώματος)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμέλος ουδέτερο
- (ανατομία) τμήμα του σώματος το οποίο εκτελεί συγκεκριμένη εργασία (πχ. πόδι, χέρι, κεφάλι, δάκτυλο)
- οποιοδήποτε τμήμα οργανισμού ιδιαίτερης λειτουργίας
- ο άνθρωπος που συμμετέχει σε επιτροπή, αποστολή, συμβούλιο, σωματείο κ.λπ.
- κάθε χώρα (κράτος) συνασπισμού χωρών (οικονομικού, θρησκευτικού, εμπορικού, συμμαχικού κ.λπ)
- (μεταφορικά) άνθρωπος ο οποίος εντάσσεται σε μια ομάδα ή ένα κοινωνικό σύνολο με συγκεκριμένο σκοπό και δραστηριότητα
- (μουσική) το χορικό ή λυρικό άσμα
- (μουσική) η μελωδία
- (θεωρία συνόλων) συνώνυμο του στοιχείο συνόλου
- (πληροφορική) μία από τις οντότητες (μεταβλητές, τύποι δεδομένων, συναρτήσεις, κλπ.) που απαρτίζουν μία δομή δεδομένων
Σύνθετα
επεξεργασία- διαμελισμός, διαμελίζω
- μελόδραμα, μελοδραματικός, μελοδραμάτιον, μελοδραματισμός, μελοδραματοποιός, μελοδραματοποιώ
- μελοποίηση, μελοποιός, μελοποιώ
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τμήμα του σώματος
μελωδία
→ δείτε τη λέξη μελωδία |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μελεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | μέλος | τὰ | μέλη - μέλεᾰ | |
γενική | τοῦ | μέλους - μέλεος | τῶν | μελῶν - μελέων | |
δοτική | τῷ | μέλει - μέλεῐ̈ | τοῖς | μέλεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | μέλος | τὰ | μέλη - μέλεα | |
κλητική ὦ! | μέλος | μέλη - μέλεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μέλει - μέλεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μελοῖν - μελέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμέλος ουδέτερο
- (ανατομία) μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου
- (μουσική) τραγούδι, μελωδία, μουσικός τόνος
- (μουσική) μουσικό ύφος προς το οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα τραγούδι, μουσικός τόνος
Πηγές
επεξεργασία- μέλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.