member
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
member | members |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmember (en)
- το μέλος
- ⮡ a respectable member of our society - ένα ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας μας
- (θεωρία συνόλων) μέλος, στοιχείο συνόλου
- ≈ συνώνυμα: element
- δείτε επίσης: element (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (πληροφορική) ένα από τα μέλη που απαρτίζουν μία δομή δεδομένων