member
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
member (en)
- (θεωρία συνόλων) μέλος, στοιχείο συνόλου
- ≈ συνώνυμα: element
- δείτε επίσης: element (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (πληροφορική) ένα από τα μέλη που απαρτίζουν μία δομή δεδομένων
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
- data member ή member field ή member variable
- member function ή method
- static member function
- static member variable
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- member στην αγγλική Βικιπαίδεια