Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

member (en)

  1. (θεωρία συνόλων) μέλος, στοιχείο συνόλου
     συνώνυμα: element
    δείτε επίσης: element (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
  2. (πληροφορική) ένα από τα μέλη που απαρτίζουν μία δομή δεδομένων

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • member στην αγγλική Βικιπαίδεια