member field
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
member field | member fields |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαmember field (en)
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) συνώνυμο του member variable
Συνώνυμα
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- member field στην αγγλική Βικιπαίδεια