Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελοδραματοποιώ < μελοδραματικός + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mélodramatiser)

  Ρήμα επεξεργασία

μελοδραματοποιώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία