μελοδραμάτιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελοδραμάτιον < μελόδραμα, μελοδραματ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελοδραμάτιον, -ίου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) υποκοριστικό του μελόδραμα, είδος ελαφρού κωμικού μελοδράματος [1]
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .