Χρήστης:Svlioras/Αρχαιοελληνικό Λεξικό/Ξ
Ξ ξʹ ξαίνω ξάμμα ξανάω ξάνδαρος Ξανδικός Ξάνθη ξάνθη Ξάνθης Ξανθίας ξανθίζω Ξανθικός ξάνθιον Ξάνθιος Ξανθίππη Ξάνθιππος Ξάνθις ξάνθισις ξάνθισμα ξανθισμός ξανθόγεως ξανθοδερκής ξανθοειδής ξανθόθριξ ξανθοκάρηνος ξανθοκάρυον ξανθοκόμας ξανθοκόμης ξανθόλευκος ξανθόλοφος ξανθομήλινος Ξάνθος ξανθός ξανθότης ξανθοτριχέω ξανθοφαής ξανθοφυής ξανθοχίτων ξανθόχλοος ξανθοχολικός ξανθόχολος ξανθόχροος ξανθόχρως ξανθόω ξανθύνομαι ξανθωπός ξάνθωσις ξάνιον ξάνσις ξάντης ξαντικός ξάντρια ξάσμα ξατράπης ξεῖ ξειναπάτης ξεινήϊον ξεινήιον ξεινίζω ξείνιος ξεινοβάκχη ξεινοδοκέω ξεινοδόκος Ξεινοκράτης ξεῖνος ξεινοσύνη ξείρης ξέλεγνον ξεναγέτας ξεναγέτης ξεναγέω ξενάγησις ξεναγία ξεναγός ξεναγωγέω ξεναγωγός Ξεναίνετος ξεναπάτας ξεναπάτης ξεναπατία ξενάρκειος Ξενάρκειος ξεναρκής Ξενάρκης ξενεών ξένη ξενηδόχος ξένηθεν ξενήκουστος ξενηλασία ξενηλατέω ξενία ξενιαγός Ξενίας ξενίδιον ξενίζω ξενίη ξενικόκουφον ξενικός ξένιος ξενίς ξένισις ξενισμός ξενιστής ξενιτεία ξενιτευτής ξενιτεύω ξενοδαίκτας ξενοδαΐκτης ξενοδαίκτης ξενοδαίτης ξενοδαιτυμών ξενοδίκαι ξενοδοκέω ξενοδόκος ξενοδοχεῖον ξενοδοχέω ξενοδοχία ξενοδόχος ξενοδώτης ξενόεις ξενοθάνατος ξενοθυτέω ξενοκαδής ξενοκλείδειον Ξενοκλῆς ξενοκρατέομαι Ξενοκράτης ξενοκρίται ξενοκτονέω ξενοκτονία ξενοκτόνος ξενοκυσταπάτη ξενολογέω ξενολογία ξενολόγιον ξενολόγος ξενομανέω ξενοπάθεια ξενοπαθέω ξενοποικιλόπτερος ξενοπολίτης ξενοπρεπής ξενοπρόσωπος ξένος ξενοσσόος ξενόστασις ξενόστομος ξενοσύνη ξενοτάφιον ξενότιμος ξενότροπος ξενοτροφέω ξενοτροφία Ξενοφάνης ξενοφονέω ξενοφονία ξενοφόνος ξενοφυής ξενοφύλαξ Ξενοφῶν ξενοφωνέω ξενοφωνία ξενόφωνος ξενόω ξενύδριον ξενύει ξενύλλιον ξενών ξένωσις ξερίας Ξέρξης ξερόν ξερός ξέσις ξέσμα ξεσμός ξέσσε ξεστασία ξέστης ξεστιαῖος ξεστίζω ξεστίον ξεστός ξεστουργία ξέστριξ ξέω ξηνός ξηρά ξηραίνω ξηραλοιφέω ξηραλοιφία ξηραμπέλινος ξήρανσις ξηραντέον ξηραντικός ξηρασία ξήρασις ξηρασμός ξηράφιον ξηρίγγοι ξηρίον ξῆρις ξηροβαλανιστέον ξηροβατικός ξηρόβηξ ξηρόδερμος ξηροκακοζηλία ξηρόκαρπος ξηροκαρυόφυλλον ξηροκέφαλος ξηροκόλλα ξηροκολλούριον ξηρόκοπτον ξηρολογία ξηρολουσία ξηρολουτρέω ξηρόμυρον ξηρονομικός ξηροποιέω ξηροποιός ξηροπόταμος ξηροπυρία ξηροπυρίτας ξηρός ξηρόσαρκος ξηροσμύρνη ξηροτήγανον ξηρότης ξηροτριβέω ξηροτριβία ξηροτροφικόν ξηροφαγέω ξηροφαγία ξηροφθαλμία ξηρόφλοιος ξηρόφορτον ξηρόφρυκτον ξηρόφωνος ξηροχειμάρρους ξηρώδης ξῖ ξίμβρα ξιπομάκαιρα ξιρίς ξίφαι ξιφήν ξιφήρης ξιφηφορέω ξιφηφορία ξιφηφόρος ξιφίας ξιφίδιον ξιφίζω ξιφίνδα ξίφιον ξίφιος ξίφισμα ξιφισμός ξιφιστήρ ξιφιστής ξιφιστύς ξιφοδήλητος ξιφοδρέπανον ξιφοειδής ξιφοθήκη ξιφοκτονέω ξιφοκτόνος ξιφομάχαιρα ξιφοποιός ξίφος ξιφουλκέω ξιφουλκία ξιφουλκός ξιφουργός ξιφύδριον ξοανηφόρος ξοάνιον ξόανον ξοανοποιία ξοανουργία ξοΐδιον ξοΐς ξοίς ξοός ξουθόπτερος Ξοῦθος ξουθός ξοῦθρος Ξουσαριασταί ξῦ ξυγγ- ξυζανει ξυήλη ξυλάβιον ξυλαλόη ξυλαμάω ξυλαμή ξυλάμησις ξυλαμητής ξυλάνηθον ξυλάριον ξυλάφιον ξυλεία ξυλεύς ξυλεύω ξυληβόρος ξυληγέω ξυληγός ξυληρός ξυλήφιον ξυλίζομαι ξυλικός ξύλινος ξύλιον ξυλισμός ξυλιστής ξυλίτης ξυλλ- ξυλλείομαι ξύλλομαι ξυλοβάλσαμον ξυλόβολον ξυλόγλυκον ξυλογλύφος ξυλογραφέομαι ξυλοδωνίη ξυλοειδής ξυλοεργός ξυλοθήκη ξυλοκάνθηλα ξυλοκανθήλια ξυλοκάρπασον ξυλοκάρυον ξυλοκαρυόφυλλον ξυλοκασία ξυλοκατασκεύαστος ξυλοκέρατον ξυλόκερκος ξυλοκιννάμωμον ξυλόκοκκον ξυλοκόλλα ξυλοκοπέω ξυλοκοπία ξυλοκόπος ξυλοκράμβη ξυλοκύμβη ξυλοκυστίς ξυλολεπής ξυλολογεία ξυλολυχνοῦχος ξυλόλωτος ξυλόμακερ ξυλομετρέω ξυλομέτρης ξυλομιγής ξυλόμοχλον ξυλομυρσίνη ξύλον ξυλοναΐσκιον ξυλόξεσις ξυλοπαγής ξυλοπάκτων ξυλοπέδη ξυλοπέταλον ξυλοπόδης ξυλοποιός ξυλοπριστικός ξυλοπύλιον ξυλοπυρία ξυλοπώλης ξυλοπωλικός ξυλοπώλιον ξυλοσπόγγιον ξυλοστεγής ξυλόστομος ξυλοσχίστης ξυλοτομία ξυλοτόμος ξυλοτρόφος ξυλοτρώκτης ξυλουργέω ξυλουργής ξυλουργία ξυλουργικός ξυλουργός ξυλοφάγος ξυλοφανής ξυλοφθόρον ξυλοφορέω ξυλοφορία ξυλοφόριος ξυλοφόρος ξυλόφρακτος ξυλοχάρτια ξυλοχίζομαι ξύλοχος ξυλόω ξυλώδης ξύλωμα ξυλωμάτιον ξυλών ξυλωνία ξυλώροφον ξύλωσις ξυμ ξυμμ- ξύν ξυνάν ξυνάορος ξυνάων ξυνεείκοσι ξυνέηκε ξυνέων ξύνηβος ξυνήϊος ξύνημα ξυνήων ξύνιε ξυνίει ξυνιόντος ξυνοδοτήρ ξυνός ξυνόφρων ξυνοχαρής ξυνόω ξυνών ξυνωνία ξυνωνός ξυνωρίς ξυόεσσαν ξυράφιον ξυρέω ξυρήκης ξυρήσιμος ξύρησις ξυρησμός ξυρητής ξυρίας ξυρίζω ξύριον ξυρίς ξύρισμα ξυρμεύεσθαι ξυροδόκη ξυροθήκη ξυρόν ξυροποιός ξυρός ξυρουργός ξυροφορέω ξυρρ- ξύρω ξύσιλος ξῦσις ξύσμα ξυσμάλιον ξυσμάτιον ξυσματώδης ξυσμή ξυσμός ξυσσ ξυστάδες ξυστάλλιον ξυσταρχέω ξυστάρχης ξυσταρχία ξυστήρ ξυστηρίδιον ξυστήριος ξυστιδωτός ξυστικός ξυστίς ξυστοβόλος ξυστόν ξυστός ξυστοφορέω ξυστοφόρος ξύστρα ξυστρεία ξυστρίον ξυστρίς ξυστροειδής ξυστρολήκυθος ξύστρον ξῦστρον ξυστροποιός ξυστροφύλαξ ξυστρόω ξυστρωτός ξύφος ξύω