ξενηλασία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξενηλασία < αρχαία ελληνική ξενηλασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξενηλασία θηλυκό
- η εκδίωξη των ξένων από μία χώρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ξενηλασίᾱ | αἱ | ξενηλασίαι |
γενική | τῆς | ξενηλασίᾱς | τῶν | ξενηλασιῶν |
δοτική | τῇ | ξενηλασίᾳ | ταῖς | ξενηλασίαις |
αιτιατική | τὴν | ξενηλασίᾱν | τὰς | ξενηλασίᾱς |
κλητική ὦ! | ξενηλασίᾱ | ξενηλασίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξενηλασίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ξενηλασίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξενηλασία θηλυκό
- η εκδίωξη των ατομων που θεωρούνταν ξένοι, ξενικής καταγωγής στη Σπάρτη